διωρισμένως
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of διορίζω,
A distinctly, separately, Arist.HA521a15, Iamb.Protr.4; definitely, Plu.2.415b.
Greek (Liddell-Scott)
διωρισμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ διορίζω, ὡρισμένως, σαφῶς, χωριστά, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 19, 8.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διορίζω en forma definida (αἷμα) ἑνίοις οὐ πήγνυται ... δ. Arist.HA 521a15, δ. πρῶτος ἐξέθηκε τῶν λογικῶν τέσσαρα γένη fue el primero que definidamente estableció cuatro clases de seres racionales Plu.2.415b, cf. Aristid.Quint.125.19, διακρίνουσα Iambl.Protr.4 p.55.
Russian (Dvoretsky)
διωρισμένως: 1) в ограниченном месте, местами (παντελῶς ἢ δ. Arst.);
2) определенно, четко, ясно (καθαρῶς καὶ δ. ἐκθεῖναί τι Plut.).