ἀργικός
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ή, όν,
A = ἀργός (B), θάκοις ἀ. καθήμενοι E.Fr.795 codd. Stob.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργικός: -ή, -όν, = ἀργός, ὀκνηρός, νωθρός, ἀργικοῖς Εὐρ. Ἀποσπ. 793 (κατὰ Ναύκ. μαντικοῖς).
Spanish (DGE)
(ἀργῐκός) -ή, -όν blanco θάκοις ἀργικοῖς ἐνήμενοι E.Fr.795 (cód.).
Greek Monolingual
ἀργικός, -ή, -όν (Α)
αργός (II), οκνηρός.