περιδίδομαι

Revision as of 11:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

French (Bailly abrégé)

f. περιδώσομαι, ao.2 περιεδόμην, etc.
déposer le montant d’une gageure ; gager, parier, avec le gén. de l’enjeu : τρίποδος IL un trépied ; περίδου νυν ἐμοί AR voyons ! parie avec moi.
Étymologie: περί, δίδωμι.

Greek Monotonic

περιδίδομαι: Μέσ. του περιδίδωμι (το οποίο δεν συναντάται), βάζω στοίχημα, στοιχηματίζω, με γεν. πράγμ. (δηλ. της τιμής), τρίποδος περιδώμεθον ἠέ, άσε μας να βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα, δηλ. άσε μας να στοιχηματίσουμε έναν τρίποδα (και να τον πληρώσει δηλ. όποιος χάσει), σε Ομήρ. Ιλ.· ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, θα στοιχηματίσω για τον εαυτό μου, δηλ. θα είμαι ο ίδιος εχέγγυος, σε Ομήρ. Οδ.· περιδίδομαι πότερον, βάζω στοίχημα εάν, σε Αριστοφ.· ομοίως, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, στοιχηματίζω το κεφάλι μου, στον ίδ.· με την προσθήκη δοτ., περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, στον ίδ.· περίδου νῦν ἐμοί, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

περιδίδομαι: (fut. περιδώσομαι, aor. 2 περιεδόμην) предлагать в заклад, вкладывать в игру, ставить: τρίποδος περιδώμεθον! (dual. aor. 2 conjct.) Hom. давай поставим (в нашем споре) треножник!; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς Hom. ручаюсь собой (слова Эвриклеи); π. περὶ τῆς κεφαλῆς Arph. ручаться (своей) головой; περίδου ἐμοί Arph. побейся со мной об заклад.