γυρητόμος

From LSJ
Revision as of 12:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡρητόμος Medium diacritics: γυρητόμος Low diacritics: γυρητόμος Capitals: ΓΥΡΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: gyrētómos Transliteration B: gyrētomos Transliteration C: gyritomos Beta Code: gurhto/mos

English (LSJ)

ον,

   A tracing a circle, αὖλαξ AP9.274 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 512] αὖλαξ, einen Kreis schneidend, beschreibend, Philip. 59 (IX, 274).

Greek (Liddell-Scott)

γῡρητόμος: -ον, ὁ κύκλον διαγράφων ἢ σχηματίζων, αὖλαξ Ἀνθ. Π. 9. 274.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui décrit un cercle.
Étymologie: γυρός, τέμνω.

Spanish (DGE)

(γῡρητόμος) -ον
que rotura la tierra en círculos, ἀρουραῖος γ. αὖλαξ AP 9.274 (Phil.).

Greek Monolingual

γυρητόμος, -ον (Α)
φρ. «γυρητόμος αὖλαξ» — αυλάκι που διαγράφει κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -τόμος < τόμος < τέμνω.

Greek Monotonic

γῡρητόμος: -ον (τέμνω), αυτός που διαγράφει ή σχηματίζει κύκλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γῡρητόμος: врезающийся кругом, т. е. круговой (αὖλαξ Anth.).