κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
η, ον :
c. δωδέκατος.
Étymologie: δύω³, δέκατος.
δυωδέκατος, -ον (Α)
δωδέκατος.
δυωδέκᾰτος: Hom. = δωδέκατος.