κατειλίσσω
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
A v. καθελίσσω.
German (Pape)
[Seite 1394] ion. = καθελίσσω; Her. 7, 181; κατειλίχατο, = κατειλιγμένοι ἦσαν, 7, 76.
Greek (Liddell-Scott)
κατειλίσσω: Ἰων. ἀντὶ καθελίσσω, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
κατειλίσσω (Α)
ιων. τ. βλ. καθελίσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθε(ι)λίσσω με ιων. ψίλωση].
Greek Monotonic
κατειλίσσω: Ιων. αντί καθ-ελίσσω.
Russian (Dvoretsky)
κατειλίσσω: ион. = *καθελίσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατειλίσσω Ion. voor καθελίττω.