ἀμός

From LSJ
Revision as of 13:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mot dor.
quelque.
Étymologie: DELG cf. ἅμα, un, skr. sama-.

Greek Monotonic

ἀμός: ή ἁμός[ᾱ], -ή-όν=ἡμέτερος, Αιολ. ἄμμος,
I. μας, δικός μας, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. Αττ. = ἐμός, όταν απαιτείται μακρά παραλήγουσα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμός: или ἁμός 3 (ᾰ) дор. = τις (только в οὐδ-αμοί, ἁμῆ и т. п.).