ἀμός
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mot dor.
quelque.
Étymologie: DELG cf. ἅμα, un, skr. sama-.
Greek Monotonic
ἀμός: ή ἁμός[ᾱ], -ή-όν=ἡμέτερος, Αιολ. ἄμμος,
I. μας, δικός μας, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. Αττ. = ἐμός, όταν απαιτείται μακρά παραλήγουσα.
Russian (Dvoretsky)
ἀμός: или ἁμός 3 (ᾰ) дор. = τις (только в οὐδ-αμοί, ἁμῆ и т. п.).