δημοσίᾳ

From LSJ
Revision as of 13:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοσίᾳ Medium diacritics: δημοσίᾳ Low diacritics: δημοσία Capitals: ΔΗΜΟΣΙΑ
Transliteration A: dēmosíāi Transliteration B: dēmosia Transliteration C: dimosia Beta Code: dhmosi/a|

English (LSJ)

Adv.,

   A v. δημόσιος.

German (Pape)

[Seite 564] (s. δημόσιος), öffentlich, Ggstz ἰδίᾳ, Thuc. 1. 128; Plat. Prot. 524 c. Apol. 33 a u. öfter; gewöhnlich = nach Beschluß des Staats, auf Kosten des Staats; Her. 1, 20; Thuc. 3, 58. 5, 11; ἀποκτιννύναι τινά Plat. Phaed. 58 b; Hipp. mai. 282 b; ἀποθνήσκειν, d. i. durch Henkershand, Xen. Mem. 4, 8, 2; Dem. 45. 81.

Greek (Liddell-Scott)

δημοσίᾳ: ἐπίρρ., ἴδε δημόσιος.

French (Bailly abrégé)

v. δημόσιος.

Greek Monolingual

βλ. δημόσιος.

Greek Monolingual

η
ο δημόσιος αυτοκινητόδρομος σε αγροτική περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. δημοσία < (αρχ. επίθ.) δημοσία (ενν. οδός)].

Greek Monotonic

δημοσίᾳ: επίρρ., βλ. δημόσιος.

Russian (Dvoretsky)

δημοσίᾳ: ион. δημοσίῃ adv.
1) в общественном порядке, от лица государства (δ. μὲν οὐ, ἰδίᾳ δέ Thuc.; ἀσκεῖν δ. τὰ πρὸς τὸν πόλεμον Xen.);
2) на общественный или государственный счет (θάψαι τινά Her.; τιμᾶν τοὺς ἀποθανόντας Thuc.);
3) по решению или с разрешения государства (προξένους τινὰς ποιήσασθαι Dem.);
4) по приговору суда (ἀποκτιννύναι τινά Plat.; τεθνάναι Xen., Dem.).