ἐγκατιλλώπτω
From LSJ
English (LSJ)
A scoff at, ὑμῖν ἐγκατιλλώψας μέγα A.Eu.113, cf. Fr.226 (dub.).
German (Pape)
[Seite 706] verspotten, höhnen; τινί, Aesch. Eum. 113.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατιλλώπτω: μέλλ. -ψω, ἐμπαίζω, σκώπτω, ὑμῖν ἐγκατιλλώψας μέγα Αἰσχύλ. Εὐμ. 113, πρβλ. Ἀποσπ. 225.
French (Bailly abrégé)
ao. part. ἐγκατιλλώψας;
cligner les yeux pour se moquer de, τινι.
Étymologie: ἐν, κατιλλώπτω.
Spanish (DGE)
burlarse de, mofarse de c. dat. ὑμῖν ἐγκατιλλώψας μέγα A.Eu.113 (cj., pero v. ἐκκατιλλώπτω), cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἐγκατιλλώπτω (Α)
κοροϊδεύω, εμπαίζω.
Greek Monotonic
ἐγκατιλλώπτω: μέλ. -ψω, εμπαίζω, κοροϊδεύω, σαρκάζω, τινί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκατιλλώπτω: насмешливо подмигивать, подсмеиваться, насмехаться (τινί Aesch.).