ἀσπιδηστρόφος

Revision as of 14:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A shield-wielding, λεώς A.Ag.825.

German (Pape)

[Seite 373] λεώς Aesch. Ag. 799, schildschwingend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδηστρόφος: ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ ἀσπιδηφόρος ἢ παρόμοιον ἐπίθ. ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 825.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agite litt. qui fait tourner son bouclier.
Étymologie: ἀσπίς, στρέφω.

Greek Monolingual

ἀσπιδηστρόφος, -ον (Α)
αυτός που ξέρει να χειρίζεται την ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -στροφος < στρέφω. Ο τ. ασπιδηστρόφος κατά το πρότυπο του ασπιδηφόρος].

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδηστρόφος: вращающий (свой) щит (Aesch. - v. l. к ἀσπιδηφόρος).