τουτάκι

From LSJ
Revision as of 14:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537

English (Slater)

τουτᾰκι, (ς)
   1 at this time (sc. that I have indicated.) “τουτάκι δ' οἰοπόλος δαίμων ἐπῆλθεν” (P. 4.28) καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον (P. 4.255) Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς (P. 9.14) τουτάκι πεξαμένας fr. 320. τουτά[ (τουτάκι vel τοῦτ' ἄρα Lobel.) fr. 169. 43.

Russian (Dvoretsky)

τουτάκι: (ς) (ᾰ) adv.
1) тогда Pind.;
2) (до тех пор) пока Pind.: τ. οὔπω … Arph. пока еще не ….