ἀνδρεράστρια

From LSJ
Revision as of 14:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρεράστρια Medium diacritics: ἀνδρεράστρια Low diacritics: ανδρεράστρια Capitals: ΑΝΔΡΕΡΑΣΤΡΙΑ
Transliteration A: andrerástria Transliteration B: andrerastria Transliteration C: andrerastria Beta Code: a)ndrera/stria

English (LSJ)

ἡ,

   A woman that is fond of men, Ar.Th.392 (ἀνδρεάστρια cod. R).

German (Pape)

[Seite 217] ἡ, Männerliebhaberin, Ar. Th. 392.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρεράστρια: ἡ, ἡ ἐμμανῶς ἀγαπῶσα τοὺς ἄνδρας, τὰς μοιχοτρόπους, τὰς ἀνδρεραστρίας καλῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 392. - «ἀνδρεράστρια γυνή, ἡ ἐπιμαινομένη ἀνδράσιν ἢ ἐρῶσα ἄλλου καὶ ἄλλου» Α. Β. 21, 12.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
mujer aficionada a los hombres Ar.Th.392, cf. Phryn.PS p.34B.

Greek Monolingual

ἀνδρεράστρια, ἡ (Α)
γυναίκα που αγαπάει πολλούς άνδρες.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρεράστρια: ἡ мужелюбивая женщина Arph.