ἀμβλυώττω
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
German (Pape)
[Seite 118] stumpf-, blödsichtig sein, ὀφθαλμοὶ – καὶ ἐγγὺς φαίνονται τυφλῶν Plat. Rep. VI, 508 c. öfter; πρὸς τὸ φῶς Luc. Cont. 1; ὑπὸ γήρως Icarom 6; übertr., Plat. Rep. VI, 508 d.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἀμβλυώσσω.
Greek Monolingual
ἀμβλυώττω και -ώσσω (Α)
1. έχω αμβλεία, ασθενή, αδύναμη όραση, είμαι αμβλύωπας
2. θαμπώνομαι, σαστίζω
3. (το ουδ. της μτχ. του ενεστ. ως ουσ.) το ἀμβλυώττον
ο αμβλυωγμός
4. φρ. «ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς», θαμπώνομαι, τυφλώνομαι από το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύς.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμβλυωγμός, ἀμβλυωσμός.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβλυώττω: атт. = ἀμβλυώσσω.