ἀμῶς
From LSJ
German (Pape)
[Seite 147] att. ἁμῶς, bes. in der Zusammensetzung ἁμωσγέπως, auf irgend eine Weise, Plat. Tim. 52 c u. bei Rednern, z. B. Lys. 13, 7; auch Sp., wie Plut. S. N. V. 5.
French (Bailly abrégé)
adv.
dans le composé ἀμωσγέπως d’une manière quelconque.
Étymologie: ἀμός, γε, πως.
Greek Monolingual
ἁμῶς και ἀμῶς επίρρ. (Α)
(μόνο σε συνθ. με το γέ πως) ἁμῶς γέ πως
κατά έναν οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. του αχρήστου ἁμὸς «τὶς» (βλ. ἁμὸς ΙΙ)].
Russian (Dvoretsky)
ἀμῶς: или ἁμῶς, только в ἁμωσ-γέ-πως adv. каким-л. образом, как-либо, так или иначе Arph., Lys., Plat., Plut.