ἁμαρτωλία
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ἡ, = foreg., Hp.Epid.2.1.8, Eup.199, Ar.Pax 415.
German (Pape)
[Seite 117] ἡ, Sündhaftigkeit, Hippocr. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαρτωλία: ἡ, = ἁμαρτία. Ἱππ. 1006Β, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 10, ἔνθα ἴδε Meineke καὶ Βεντλέϋον Ἀριστοφ. Εἰρ. 419 (415).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 falta, fallo Hp.Epid.2.1.8, Eup.199.
2 fraude τοῦ κύκλου παρέτρωγον ὑφ' ἁμαρτωλίας ref. a la acción de quitar días en un cambio de calendario, Ar.Pax 415 (ap. crít.).
Greek Monolingual
ἁμαρτωλία, η (Α) ἁμαρτωλή
αμαρτία, αμάρτημα.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαρτωλία: ἡ преступный образ действий Arph.