ἀμαλακιστία

From LSJ
Revision as of 16:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαλακιστία Medium diacritics: ἀμαλακιστία Low diacritics: αμαλακιστία Capitals: ΑΜΑΛΑΚΙΣΤΙΑ
Transliteration A: amalakistía Transliteration B: amalakistia Transliteration C: amalakistia Beta Code: a)malakisti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A incapability of being softened, hardness, etym. of Ἀμάλθεια, D.S.4.35.

German (Pape)

[Seite 115] ἡ, Unermüdbarkeit, Abhärtung, Diod. S. 4, 35.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰλᾰκιστία) -ας, ἡ
dureza, inexorabilidadcomo etim. de Ἀμάλθεια D.S.4.35, Lyd.Mens.4.71, Et.Gen.583, Zonar.s.u. Ἀμάλθεια.

Greek Monolingual

ἀμαλακιστία, η (Α) ἀμαλάκιστος
το να μην είναι κάτι μαλακό ή να μην μπορεί να μαλακώσει, σκληράδα, σκληρότητα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμᾰλᾰκιστία: ἡ досл. несмягчаемость, перен. неутомимость, неослабевающая сила Diod.