ἀπαλλότριος
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
English (LSJ)
α, ον,
A given over to strangers, πολιτεῖαι D.S.11.76.
German (Pape)
[Seite 277] πολιτεία, die verlorene Verfassung, D. Sic. 11, 76, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλλότριος: -α, -ον, ὁ ἀπαλλοτριωθείς, ὁ δοθείς εἰς ξένους Διόδ. 11. 76.
Spanish (DGE)
-α, -ον introducido por extranjeros πολιτεῖαι D.S.11.76.
Greek Monolingual
ἀπαλλότριος, -ον (Α)
αυτός που απαλλοτριώθηκε, που περιήλθε στην κυριαρχία άλλου.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαλλότριος: доставшийся другим (πολιτεία Diod.).