ἀρέσκεια
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
English (LSJ)
[ᾰρ], ἡ, (ἀρεσκεύομαι)
A obsequiousness, Arist.EE1221a8, MM1192b30, Thphr.Char.5, Plb.31.26.5, Phld.Herc.1457.5, Polystr. p.16W.; ἀ. βασιλέως Plb.6.11a.7, cf.J.AJ18.8.7. 2 in pl., = δόξαι, ἀρέσκοντα, αἱ ἀ. τῶν πολλῶν, of false superstitions, Ph.2.191; τὰ ταῖς κεναῖς σοφιστῶν ἀρεσκήαις (sic) ὑπεναντία Demetr.Lac.Herc.1012.73. 3 in good sense, πρὸς θεὸν καὶ ἀρετήν Ph.1.168; ἡ εἰς τὸ πλῆθος ἀ. Inscr.Prien.113.73 (i B.C.), cf. IPE2.5, Ep.Col.1.10; πρὸς τὴν ἑτέρων ἀ. βιοῦν Hld.10.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρέσκεια: ἡ, (ἀρεσκεύω) ὁ χαρακτήρ τοῦ ἀρέσκου, τὸ νὰ προσπαθῇ τις διὰ παντοίων τρόπων, συνήθως ταπεινῶν, νὰ φανῇ ἀρεστὸς εἴς τινα, «καλόπιασμα» μετὰ πολλῶν χαμερπῶν περιποιήσεων, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 2. 3, 7, Μεγ. Ἠθ. 1. 29, 1, Θεοφρ. Χαρακτ. 5· πᾶν ὅ,τι κολακεύει ἤ εὐχαριστεῖ τινα, εὐθέως ἡρμόσατο πρὸς τὴν τοῦ βασιλέως ἀρέσκειαν Πολύβ. 6. 2, 12. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, πρὸς θεόν καὶ ἀρετὴν Φίλων 1. 168.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
soins pour plaire, d’ord. complaisance excessive, obséquiosité ; en b. part prévenance, bonne grâce.
Étymologie: ἀρεσκεύομαι.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 peyor. obsequiosidad, adulación, servilismo abs., Arist.EE 1221a8, MM 1192b30, Thphr.Char.5 tít., Plb.5.86.11, 31.18.5, Phld.Vit.5B., M.Ant.5.18, Aristid.Quint.67.23, c. gen. obj. ἀ. τοῦ βασιλέως obsequiosidad para con el rey Plb.6.11a.7, αὐτοῦ I.AI 18.291.
2 posit. gusto por agradar, deseo de agradar c. giro prep. εἰς τὰν πάτριν SEG 32.1243.6 (Cime I a./d.C.), εἰς τὸ πλῆθος IPr.113.73 (I a.C.), εἰς τὴν πόλιν IPE 2.5, πρὸς τὸν πλησίον Polystr.Contempt.18.4, πρὸς θεὸν καὶ ἀρετήν Ph.1.168
•c. gen. obj. τοῦ Κυρίου ... ἀ. deseo de agradar al Señor, Ep.Col.1.10, ἑτέρων Hld.10.14.7
•c. gen. subjet. ψευδεῖς ἀρέσκειαι ... γυναικός falsos son los deseos de agradar de la mujer LXX Pr.31.30.
3 plu. opiniones, placita αἱ τῶν πολλῶν ἀρέσκειαι Ph.2.191, τὰ ταῖς κεναῖς (sic) σοφιστῶν ἀρεσκήαις ὑπεναντία Demetr.Lac. en CErc.10 p.51.
Russian (Dvoretsky)
ἀρέσκεια: ἡ угодливость, раболепие Arst., Polyb.