ἄφρουρος

From LSJ
Revision as of 17:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφρουρος Medium diacritics: ἄφρουρος Low diacritics: άφρουρος Capitals: ΑΦΡΟΥΡΟΣ
Transliteration A: áphrouros Transliteration B: aphrouros Transliteration C: afrouros Beta Code: a)/frouros

English (LSJ)

ον,

   A off one's guard, Pl.Phdr.256c; ἄ. καὶ ἄνοπλοι Plu.Demetr.32.    2 free from military duty, Arist.Pol.1270b4.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφρουρος: -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· ἄφρ. καὶ ἄοπλος Πλουτ. Δημήτρ. 32. 2) ὁ μὴ φρουρῶν, ἀπηλλαγμένος τοῦ καθήκοντος τοῦ φρουρεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans garde du corps.
Étymologie: ἀ, φρουρά.

Spanish (DGE)

-ον
1 indefenso ψυχαί Pl.Phdr.256c, ἦσαν δὲ καὶ σχολαὶ καὶ κοινολογίαι ... ἀφρούρων καὶ ἀνόπλων Plu.Demetr.32, cf. Aristaenet.1.20.4.
2 exento de obligación militar ἔστι γὰρ αὐτοῖς νόμος, τὸν μὲν γεννήσαντα τρεῖς υἱούς, ἄφρουρον εἶναι Arist.Pol.1270b4.

Greek Monotonic

ἄφρουρος: -ον (φρουρά), μη φρουρούμενος, αφύλαχτος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄφρουρος: 1) Plat., Plut. = ἀφρούρητος 2 и 3;
2) свободный от несения гарнизонной службы Arst.