δελτάριον
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
τό, Dim. of δέλτος, Plb.29.27.2, Plu.Cat.Mi.24. II a surgical instrument, Hermes 38.284.
German (Pape)
[Seite 544] τό, = folgdm, Pol. 29, 11; Plut. Anton. 58.
Greek (Liddell-Scott)
δελτάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ δέλτος, Πολύβ. 29. 11, 2.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 tablilla de madera, como soporte de escritura δ., ἐν ᾧ τὸ τῆς συγκλήτου δόγμα κατετέτακτο Plb.29.27.2, conteniendo una misiva amorosa, Plu.Cat.Mi.24, cf. Brut.5, δ. τετράγωνον μέγα δεκάπτυχον una tablilla rectangular, grande, de diez hojas, PFouad 74.10 (IV d.C.), cf. POxy.2787.5 (II d.C.), sinón. de πινακίδιον Tz.Comm.Ar.1.80.7.
2 hoja o placa de bronce, para fundir y hacer instrumentos quirúrgicos POxy.4001.30 (IV d.C.), cf. Anon.Med.Ferr.p.284
•prob. balanza de metal, debido a la forma triangular del plato χρυσοῦ νομισμάτια τριάκοντα εὔσταθμα δελταρίῳ PMichael.42A.6, cf. 7, 26 (VI d.C.).
Greek Monolingual
δελτάριον, το δέλτος
η μικρή δέλτος
νεοελλ.
1. «ταχυδρομικό δελτάριο» — μικρή ανοιχτή επιστολή σε λεπτό χαρτόνι
2. «εικονογραφημένο δελτάριο» — ταχυδρομικό δελτάριο το οποίο έχει τη μία όψη εικονογραφημένη
αρχ.
είδος χειρουργικού εργαλείου.
Russian (Dvoretsky)
δελτάριον: τό писчая дощечка (ἐν ᾧ τὸ τῆς συγκλήτου δόγμα κατεγέγραπτο, v. l. κατατέτακτο Polyb.): δελτάρια τῶν ἐρωτικῶν Plut. любовные письма.