διαιρετικῶς
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
French (Bailly abrégé)
adv.
en divisant, en distinguant.
Étymologie: διαιρετικός.
Russian (Dvoretsky)
διαιρετικῶς: разделяя, расчленяя (λέγειν Plut.).