διαειπέμεν
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
διαϝειπάμενος,
A v. διεῖπον.
German (Pape)
[Seite 577] ep. = διειπεῖν, Od. 4, 215.
Greek (Liddell-Scott)
διαειπέμεν: ἴδε ἐν λ. διεῖπον.
French (Bailly abrégé)
inf. épq. de διεῖπον.
English (Autenrieth)
see διεῖπον.
Spanish (DGE)
v. διαλέγω.
Greek Monotonic
διαειπέμεν: Επικ. αντί δι-ειπεῖν, απαρ. αορ. βʹ του διεῖπον.
Russian (Dvoretsky)
διαειπέμεν: эп. inf. к διεῖπον I.