Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Menander, Monostichoi, 560Russian (Dvoretsky)
δίδῠμα: τά
1) пара (τὰ δίδυμα τῶν ᾠῶν Arst.; δ. τέκνων Soph.);
2) двойня (τίκτειν δ. Arst.). - см. тж. δίδυμος.