διοιχνέω

From LSJ
Revision as of 18:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοιχνέω Medium diacritics: διοιχνέω Low diacritics: διοιχνέω Capitals: ΔΙΟΙΧΝΕΩ
Transliteration A: dioichnéō Transliteration B: dioichneō Transliteration C: dioichneo Beta Code: dioixne/w

English (LSJ)

   A go through, ἀσινὴς δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.Eu.315 (anap.), cf. Lyc.10.    II abs., wander about, ἐν πέτρῃσιν h.Hom.19.10.

Greek (Liddell-Scott)

διοιχνέω: διέρχομαι, διαπερῶ, ἀσινὴς δ’ αἰῶνα διοιχνεῖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 315. ΙΙ. ἀπόλ., περιπλανῶμαι, ἐν πέτραις Ὕμν. Ὁμ. 18. 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
traverser, parcourir, acc..
Étymologie: διά, οἰχνέω.

Spanish (DGE)

1 tr. pasar a través de un período de tiempo, c. ac. ἀσινὴς δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.Eu.315
recorrer en sent. espacial, fig. διοίχνει δυσφάτους αἰνιγμάτων οἴμας recorre los difíciles pasos de los enigmas Lyc.10.
2 intr. vagar πέτρῃσιν ἐν ἠλιβάτοισι διοιχνεῖ h.Pan.10.

Greek Monotonic

διοιχνέω: μέλ. -ήσω,
I. διέρχομαι, περνώ μέσα από, με αιτ., σε Αισχύλ.
II. απόλ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

διοιχνέω: проходить, бродить, странствовать (πέτρῃσι ἐν ἠλιβάτοισι HH): αἰῶνα δ. Aesch. жить, существовать.