οἰχνέω
English (LSJ)
A go, come, Il.5.790,15.640 (in Iterat. οἴχνεσκον, -εσκε); of birds, Od.3.322; walk, i.e. live, ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ S.El.165 (lyr.).
II like οἴχομαι, to be gone, τηλωπὸς οἰχνεῖ Id.Aj.564; θυραῖος οἰ. Id.El.313.
III c. acc. pers., approach, Pi.P.5.86: c. acc. rei, Id.Fr.75.5:—in form οἰχνεύω, Id.Fr.206 (where ἰχνεύων codd. Plu.Nic.I). (Akin to οἴχομαι).
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
= οἴχομαι, gehen, kommen; οὐδ' οἰωνοὶ αὐτόετες οἰχνεῦσι, Od. 3.322; ἀγγελίης οἴχνεσκε, er pflegte als Bote zu gehen, Il. 15.640; πρὸ πυλάων οἴχνεσκον, 5.790; οἰχνέοντες, Pind. P. 5.86; κεἰ τὰ νῦν τηλωπὸς οἰχνεῖ, Soph. Aj. 561; El. 161, 305.
Russian (Dvoretsky)
οἰχνέω: Pind., Soph. = οἴχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
οἰχνέω: πορεύομαι, ἔρχομαι, οὐδέποτε Τρῷες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων οἴχνεσκον Ἰλ. Ε. 790, Ο. 640 (ἐν τῷ Ἰων. παρατ.)· ἐπὶ πτηνῶν, ὅθεν τέ περ οὐδ’ οἰωνοὶ αὐτόετες οἰχνεῦσιν Ὀδ. Γ. 322· περιέρχομαι, διατελῶ, ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ Σοφ. Ἠλ. 165. ΙΙ. ὡς τὸ οἴχομαι, τηλωπὸς οἰχνεῖ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 564· θυραῖος οἰ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 313. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., ὡς· τὸ προσέρχομαι, Πινδ. Π. 5. 115, Ἀποσπ. 45. 5· καὶ οὕτως ὁ Ἕρμανν. (ἀντὶ τοῦ ἰχνεύων) ἐν Π. 8. 49· - Ὁ τύπος οἰχνεύω εὕρηται παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἀποσπ. 222. (Τὸ οἰχνέω ἔχει πρὸς τὸ οἴχομαι, ὡς τὸ ἱκνέομαι πρὸς το ἵκω.)
English (Autenrieth)
(οἴχομαι), οἰχνεῦσιν, ipf. iter. οἴχνεσκον: go or come (frequently), Il. 5.790, Il. 15.640, Od. 3.322.
English (Slater)
οἰχνέω (οἰχνεῖ, -εῖτε; -έων, -έοντες.)
a abs., walk παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων (Bergk: ἰχνεύων, οἰχνεύων codd.) fr. 206.
b (cf. ἐποίχομαι.)
I attend upon, minister to τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι (P. 5.86) οἰχνεῖ τε Σεμέλαν ἑλικάμπυκα χοροί fr. 75. 19.
II approach θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 5.
Greek Monotonic
οἰχνέω: μόνο σε ενεστ. και Ιων. παρατ. οἴχνεσκον·
I. πηγαινοέρχομαι, πορεύομαι, σε Ομήρ. Οδ.· περπατώ, πορεύομαι, δηλ. ζω, σε Σοφ.
II. όπως το οἴχομαι, έχω αποχωρήσει, είμαι φευγάτος, στον ίδ.
III. με αιτ. προσ., όπως το προσέρχομαι, πλησιάζω, σε Πίνδ.
Middle Liddell
οἰχνέω, only in pres. and ionic imperf. οἴχνεσκον
I. to go, come, Od.; to walk, i. e. to live, Soph.
II. like οἴχομαι, to be gone, Soph.
III. c. acc. pers., like προσέρχομαι, to approach, Pind.