διφρευτής
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A charioteer, S.Aj.857.
German (Pape)
[Seite 645] ὁ, der Wagenlenker, Soph. Ai. 844.
Greek (Liddell-Scott)
διφρευτής: -οῦ, ὁ, διφρηλάτης, Σοφ. Αἴ. 857.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
conducteur d’un char.
Étymologie: διφρεύω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
auriga Ἥλιος S.Ai.857, Orph.H.8.6, Tz.Comm.Ar.2.521.8, Eust.Op.220.72.
Greek Monolingual
διφρευτής, ο (Α) διφρεύω
διφρηλάτης.
Greek Monotonic
διφρευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που οδηγεί άρμα, αρματηλάτης, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διφρευτής: οῦ ὁ правящий колесницей, возница Soph.