ἐκτοιχωρυχέω
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
A break into a house and rob it: generally, pillage, plunder, τοὺς βίους Plb.4.18.8; τὴν βασιλείαν Id.18.55.2.
German (Pape)
[Seite 782] durch Einbruch plündern, übh. ausplündern, wie ein Dieb, τοὺς βίους, τὴν βασιλείαν, Pol. 4, 18, 8. 18, 38, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτοιχωρῠχέω: εἰσέρχομαι βιαίως εἰς οἰκίαν καὶ γυμνώνω αὐτήν, καθόλου, διαρπάζω, λαφυραγωγῶ, τοὺς βίους Πολύβ. 4. 18, 8· ἐξετοιχώρυσε τὴν βασιλείαν ὁ αὐτ. 18. 38, 2.
Spanish (DGE)
abrir un boquete para desvalijar, saquear ἐξετοιχωρύχησαν τοὺς βίους saquearon las haciendas Plb.4.18.8, τὴν βασιλείαν Plb.18.55.2.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτοιχωρῠχέω: досл. совершать кражу со взломом, перен. грабить (τοὺς βίους Polyb.), тж. обкрадывать (τὴν βασιλείαν Polyb.).