ἐπαυδάομαι
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
German (Pape)
[Seite 906] anrufen, τινά, Soph. Phil. 394, Schol. ἐπεκαλούμην.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
appeler à haute voix, invoquer, acc..
Étymologie: ἐπί, αὐδάομαι.
Greek Monotonic
ἐπαυδάομαι: Μέσ., επικαλούμαι, ζητώ τη βοήθεια κάποιου, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαυδάομαι: звать громким голосом, призывать (τινα Soph.).