ἐπαυδάομαι
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
German (Pape)
[Seite 906] anrufen, τινά, Soph. Phil. 394, Schol. ἐπεκαλούμην.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
appeler à haute voix, invoquer, acc..
Étymologie: ἐπί, αὐδάομαι.
Greek Monotonic
ἐπαυδάομαι: Μέσ., επικαλούμαι, ζητώ τη βοήθεια κάποιου, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαυδάομαι: звать громким голосом, призывать (τινα Soph.).