ἔφαν
From LSJ
English (LSJ)
Ep. for ἔφασαν,
A v. φημί.
Greek (Liddell-Scott)
ἔφᾰν: Αἰολ. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ἔφασαν, ἴδε φημί.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ sg. impf. dor. de φημί;
3ᵉ pl. impf. épq. de φημί.
English (Autenrieth)
see φημί.
Greek Monotonic
ἔφᾰν: Αιολ. και Επικ. αντί ἔφασαν, γʹ πληθ. αορ. βʹ του φημί.