Ἡσίοδος
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
ὁ, Hesiod, Pi.I.6(5).67, etc.; Aeol. Αἰσ-EM452.37:— Adj. Ἡσιόδειος, α, ον, Pl.Lg.658d, Plu.2.657d.
Greek (Liddell-Scott)
Ἡσίοδος: ὁ, ἐν Βοιωτ. ἐπιγραφ. Εἱσίοδος, ἴδε Ahr. D. D. σ. 152.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Hésiode, poète grec.
English (Slater)
Ἡςῐοδος the poet. Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος (cf. Hes., Op. 412, μελέτη δέ τε ἔργον ὀφέλλει) (I. 6.67)
Russian (Dvoretsky)
Ἡσίοδος: ὁ Гесиод (родом из Аскры в Беотии, эпический поэт IX в. до н. э., автор Ἔργα καὶ Ἡμέραι, Θεογονία, Ἀσπὶς Ἡρακλέους и др.).