Ἡφαιστοτευχής
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
German (Pape)
[Seite 1179] ές, dasselbe; δέπας Aesch. bei Ath. XI, 469 f, wo Schweigh. des Metrums wegen ἡφαιστοτυχές, Herm. ἡφαιστοτυκές ändern.
Russian (Dvoretsky)
Ἡφαιστοτευχής: или Ἡφαιστοτυκής 2 Aesch. = Ἡφαιστότευκτος.