εὐτονέω
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
A have power or faculties, Hp.Ep.16,17; have power or means to do, εἰπεῖν τι Plu.2.531b, cf. 533e; παρέχειν τι IG14.830.10 (Puteoli, ii A.D.), cf. Wilcken Chr.176.18 (i A.D.); τοῦ μηδὲν αὐτῶν λυθῆναι SIG1109.30, cf. 49 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐτονέω: εἶμαι εὔτονος, ἔχω εὐτονίαν, δύναμιν, Ἱππ. Ἐπιστ. 1279. 1., 1283. 48· ἔχω τὴν δύναμιν ἢ τὰ μέσα νὰ πράξω τι, εἰπεῖν τι Πλούτ. 2. 531Β, πρβλ. 533Ε· παρέχειν τι Συλλ. Ἐπιγρ. 5853. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir de la force, de l’énergie ; avec un inf., avoir la force ou la faculté de.
Étymologie: εὔτονος.
Russian (Dvoretsky)
εὐτονέω: иметь силу или смелость, обладать возможностью (εἰπεῖν τι Plut.).