θεοφάνια
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
(sc. ἱερά), τά,
A festival at Delphi, at which the statues of Apollo and other gods were shown to the people, Hdt.1.51, cf. Poll.1.34; at Chios, SIG1064.3 (Halic., i B.C.): generally, θ. ἄγειν τινί Philostr.VA4.31; θ. θύειν Ael.NA11.10.
German (Pape)
[Seite 1198] τά, ein Fest in Delphi, an welchem dem Volke alle Götterbilder gezeigt wurden, Her. 1, 51, v. l. θεοφανίαι; auch θεοφάνεια, τά, Poll. 1, 34; Suid. Bei K. S. das Fest der Erscheinung Christi auf Erden.
Greek (Liddell-Scott)
θεοφάνια: (ἐνν. ἱερά), τά, ἑορτὴ ἐν Δελφοῖς καθ’ ἣν τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ ἄλλων θεῶν ἐδεικνύοντο εἰς τὸν λαόν, Ἡρόδ. 1. 51, Φιλόστρ., Πολυδ. Α΄, 34˙ πρβλ. θεοξένια˙ ἑορτὴ ἐν Χίῳ, Dittenb. CIG. 676, 3. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ:, ἡ ἑορτὴ τῆς θεοφανείας, ἤτοι τῆς γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
fête où l’on exposait toutes les statues des dieux, à Delphes.
Étymologie: θεός, φαίνω.
Greek Monotonic
θεοφάνια: (ενν. ἱερά), τά (θεός, φαίνω), γιορτή στους Δελφούς, κατά τη διάρκεια της οποίας τα αγάλματα του Απόλλωνα και των άλλων θεών παρουσιάζονταν στον λαό, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
θεοφάνια: τά теофании, богоявление (религиозный праздник в Дельфах, во время которого выставлялись все изображения богов) Her.