θρήνημα
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
ατος, τό,
A lament, dirge, E.Or.132, Hel.174 (lyr.), etc.
German (Pape)
[Seite 1217] τό, Wehklage, Eur. Hel. 173 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
θρήνημα: τό, θρῆνος, ὀδυρμός, Εὐρ. Ὀρ. 132, Ἑλ. 174, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lamentation, chant plaintif.
Étymologie: θρηνέω.
Greek Monolingual
θρήνημα, τὸ (Α) θρηνώ
ο θρήνος, ο οδυρμός, το μοιρολόι.
Greek Monotonic
θρήνημα: -ατος, τό, θρήνος, κλάμα, οδυρμός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θρήνημα: ατος τό сетование, жалоба, скорбный вопль Eur.