ἱερώνυμος

From LSJ
Revision as of 22:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερώνῠμος Medium diacritics: ἱερώνυμος Low diacritics: ιερώνυμος Capitals: ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: hierṓnymos Transliteration B: hierōnymos Transliteration C: ieronymos Beta Code: i(erw/numos

English (LSJ)

ον, (ὄνομα)

   A of hallowed name, Luc.Lex.10.

German (Pape)

[Seite 1243] mit heiligem Namen, Luc. Lexiph. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων ἱερὸν ὄνομα, Λουκ. Λεξιφ. 10.

French (Bailly abrégé)

dont le nom est sacré.
Étymologie: ἱερός, ὄνομα.

Greek Monolingual

-η -ο, θηλ. και -ος (Α ἱερώνυμος, -ον)
αυτός που έχει ιερό όνομα, άγιο όνομα
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. βοτ. η ιερώνυμος
γένος ευφορβιοειδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα). Το -ω- οφείλεται στον νόμο της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. αν-ώνυμος, ετερ-ώνυμος)].

Russian (Dvoretsky)

ἱερώνῠμος: носящий священное имя Luc.