ἰλυσπάομαι
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ],
A crawl, like a worm, Hp.Genit.5, Pl.Ti.92a, Meno Iatr.37.32, J.AJ1.1.4, BJ3.7.21, Plu.2.567b, Max.Tyr.26.6, Ael. NA8.14,9.32. (εἰλυσπ- Meno l.c., v.l. in Pl. l.c.)
Greek (Liddell-Scott)
ἰλυσπάομαι: γραφόμενον καὶ εἰλυσπάομαι, ἀποθ., ἕρπω συστρεφόμενος ὡς σκώληξ, Πλάτ. Τίμ. 92Α, Αἰλ. π. Ζ. 8. 14., 9. 32, Πλούτ. 2. 567Β, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 1, 4, Ἰουδ. Πόλ. 3, 7, 21. - οὐσιαστ. ἰλύσπᾰσις, εως, ἡ, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 9. - ἐπίθ. ἰλυσπαστικός, ή, όν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 20.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
se rouler ou se tortiller.
Étymologie: DELG iotacisme p. εἰλυσπάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἰλυσπάομαι: (ῑλ), v. l. εἰλυσπάομαι ползать извиваясь, извиваться, пресмыкаться (ὥσπερ αἱ σκολόπενδραι Plut.): ἄποδα καὶ ἰλυσπώμενα Plat. (животные) безногие и пресмыкающиеся.