καινοπραγία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A innovation, f. l. for κοινοπραγία in D.S.15.8.
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, = καινοποιΐα, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπρᾱγία: ἡ, νεωτερισμός, ἔφεσις πρὸς νεωτερισμόν, Διόδ. 15. 8.
Greek Monolingual
καινοπραγία, ἡ (Α)
νεωτερισμός, έφεση για νεωτερισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πραγία (< -πραγής < θ. πραγ- του πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ-πραγα), πρβλ. αδικο-πραγία, βιαιο-πραγία].
Russian (Dvoretsky)
καινοπρᾱγία: ἡ страсть к нововведениям, склонность к новизне (Diod. - v. l. κοινοπραγία).