καθυπισχνέομαι

From LSJ
Revision as of 22:29, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπισχνέομαι Medium diacritics: καθυπισχνέομαι Low diacritics: καθυπισχνέομαι Capitals: ΚΑΘΥΠΙΣΧΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kathypischnéomai Transliteration B: kathypischneomai Transliteration C: kathypischneomai Beta Code: kaqupisxne/omai

English (LSJ)

strengthd. for ὑπισχ-, Luc.Herm.6, Rh.Pr.25, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1290] (s. ὑπισχνέομαι), versprechen, Luc. Hermot. 6 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπισχνέομαι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπισχνέομαι, Λουκ. Ρητόρ. Διδ. 25, Ἑρμότ. 6, Ναζ. τ. 2. σ. 188D. - Καθ’ Ἡσύχ. «καθυπισχνεῖτο, ὡμολογεῖτο».

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
ao. καθυπεσχόμην;
promettre.
Étymologie: κατά, ὑπισχνέομαι.

Greek Monotonic

καθυπισχνέομαι: επιτετ. αντί ὑπισχ-, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-υπισχνέομαι stellig beloven.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠπισχνέομαι: (aor. 2 καθυπεσχόμην) обещать Luc.