καταβλητέον
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
(καταβάλλω)
A one must sow, εἰς ποίαν γῆν ποῖον σπέρμα κ. Pl.Tht.149e. 2 one must pay, Χρέος (metaph. of life), Plu.2.107a.
Greek (Liddell-Scott)
καταβλητέον: ῥημ. ἐπιθ., δεῖ καταβάλλειν, ἴδε τὸ ῥῆμα καταβάλλω ΙΙ, 7.
Greek Monotonic
καταβλητέον: ρημ. επίθ. του καταβάλλω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καταβλητέον: adj. verb. к καταβάλλω.