καμινεύς

From LSJ
Revision as of 22:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνεύς Medium diacritics: καμινεύς Low diacritics: καμινεύς Capitals: ΚΑΜΙΝΕΥΣ
Transliteration A: kamineús Transliteration B: kamineus Transliteration C: kamineys Beta Code: kamineu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A furnace-worker, smith or potter, D.S.20.63.

German (Pape)

[Seite 1317] ὁ, der Feuerarbeiter, bei D. Sic. 20, 63 neben κεραμεύς. Vgl. die Folgdn.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνεύς: έως, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος κάμινον ἐν τῇ ἐργασίᾳ αὐτοῦ, ὡς ὁ χαλκεὺς ἢ κεραμεύς, Διόδ. 20. 63.

Greek Monolingual

καμινεύς, ὁ (Α) καμινεύω
αυτός που εργάζεται σε καμίνι ή που μεταχειρίζεται καμίνι για την εργασία του, θερμαστής, καμινάρης.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμῑνεύς: έως ὁ горновой мастер (кузнец, обжигальщик) Diod.