κεραμών

From LSJ
Revision as of 22:55, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμών Medium diacritics: κεραμών Low diacritics: κεραμών Capitals: ΚΕΡΑΜΩΝ
Transliteration A: keramṓn Transliteration B: keramōn Transliteration C: keramon Beta Code: keramw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A store for pottery or tiles, Hdn.Gr.1.32, 40.

Greek (Liddell-Scott)

κεραμών: -ῶνος, ὁ, μέρος ἐν ᾧ τηροῦνται πήλινα σκεύη καὶ ἀγγεῖα, Ἀριστοφ. Λυσ. 200 (κατὰ Reisk ἀντὶ τοῦ κεραμεών), Ἀρκάδ. σ. 13. 19.

Greek Monolingual

κεραμών, -ῶνος, ὁ (Α) κέραμος
κατάστημα ή αποθήκη με πολλά πήλινα αντικείμενα.

Russian (Dvoretsky)

κερᾰμών: ῶνος ὁ глиняный сосуд Arph.