κληηδών
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
όνος, ἡ, Ep.for κληδών, Od.4.317.
German (Pape)
[Seite 1450] όνος, ἡ, = κληδών, Od. 4, 317.
Greek (Liddell-Scott)
κληηδών: -όνος, ἡ, Ἐπ. ἀντὶ κληδών, Ὀδ. Δ. 317.
French (Bailly abrégé)
épq. c. κληδών.
English (Autenrieth)
see κλεηδών.
Greek Monolingual
κληηδών, -όνος, ἡ (Α)
(επικ. τ.) βλ. κληδών.
Greek Monotonic
κληηδών: -όνος, ἡ, Επικ. αντί κληδών.
Russian (Dvoretsky)
κληηδών: όνος ἡ эп. Hom. = κληδών.