κλεεννός

From LSJ
Revision as of 23:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεεννός Medium diacritics: κλεεννός Low diacritics: κλεεννός Capitals: ΚΛΕΕΝΝΟΣ
Transliteration A: kleennós Transliteration B: kleennos Transliteration C: kleennos Beta Code: kleenno/s

English (LSJ)

ά, όν, Lyr. (Aeol.) form of κλεινός,

   A famous, Simon.120, Pi.P.4.280 (Sup.), 5.20, Scol.5.

German (Pape)

[Seite 1447] dor. = κλεινός.

English (Slater)

κλεεννός, κλεινός (κλεεννᾶς, -αῖς: κλεινός; -ά, -ᾶς, -ᾷ. -άν, -αί, -ᾶν, -αῖς(ιν): κλεινότερον: κλεεννότατον.)
   1 renowned of pers., κλεινὸς οἰκιστὴρ Hieron (P. 1.31) of places, κλεινὰν Ἀκράγαντα (O. 3.2) τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν (O. 6.6) κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ (O. 7.81) κλεινᾶς ἐξ Ὀπόεντος (O. 9.14) καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου (P. 4.280) κλεεννᾶς παρὰ Πυθιάδος (P. 5.20) Πίνδου κλεενναῖς ἐν πτυχαῖς (P. 9.15) κλεινᾶν Συρακοσσᾶν (N. 1.2) κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1) κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 2. [πόλιν κλεινὰν (κείναν v. l.) (P. 1.61) ] of songs, victories, κλειναῖς ἀοιδαῖς (P. 3.114) ἀρεταῖς κλειναῖσιν (P. 8.23) κλειναῖς λτ;τγτ; Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (I. 2.19) κλεινότερον γάμον (P. 9.112) c. dat., καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις (P. 9.70)

Greek Monolingual

κλεεννός, -ά, -όν (Α) κλέος
(αιολ. λυρ. τ.) βλ. κλεινός.

Greek Monotonic

κλεεννός: ή κλεεινός, -ή, -όν, λυρ. τύπος του κλεινός, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεεννός zie κλεινός.

Russian (Dvoretsky)

κλεεννός: 3, редко 2 дор. Pind., Anth. = κλεινός.