λιβανωτρίς
From LSJ
γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A censer, Carnead. ap. Plu.2.477b, Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.20 (Thyatira), Ramsay Studiesin the Eastern Rom.Provinces p.319 (Pisidia), Hsch.
German (Pape)
[Seite 42] ίδος, ἡ, Weihrauchbüchse, Räucherfaß, Plut. tranqu. an. 19; auch λιβανωτίς geschrieben, Polyaen. 4, 8, 2 u. Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
λῐβᾰνωτρίς: -ίδος, ἡ, θυμιατήριον, Λατ. thuribulum, Καρνεάδ. παρὰ Πλουτ. 2. 477Β, Πολύαιν. 4. 8, 2, ― ἔνθα κακῶς λιβανωτίς, Λοβεκ. Φρύνιχ. 255.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
encensoir.
Étymologie: λίβανος.
Greek Monolingual
λιβανωτρίς, -ίδος, ἡ (Α)
λιβανοθήκη, θυμιατήρι, λιβανιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του λιβανωτίς, με επίθημα -τρίς (πρβλ. ουρη-τρίς, υμνη-τρίς)].
Russian (Dvoretsky)
λῐβᾰνωτρίς: ίδος (ῐδ) ἡ кадильница, курильница Plut.