μάρπτις
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
ὁ,
A seizer, ravisher, A.Supp.826 (lyr.); μάρπτυς (sic): ὑβριστής, Hsch.
German (Pape)
[Seite 96] ὁ, der Räuber, der gewaltsam ergreift, Aesch. Suppl. 806. Bei Hesych. steht falsch μαρπτός, ὑβριστής, sollte μαρπτής heißen.
Greek (Liddell-Scott)
μάρπτις: -ιος, ὁ, ὁ βιαίως μάρπτων, ἁρπάζων, ἅρπαξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 826· ― Καθ’ Ἡσύχ. «μάρπτις· ὑβριστής»· πρότερον ἐγράφετο ἡμαρτημένως: μάρπτυς ἢ μαρπτύς.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ) :
ravisseur.
Étymologie: μάρπτω.
Greek Monolingual
μάρπτις, -ιος, ὁ (Α)
αυτός που αρπάζει κάτι βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρπτω (για το επίθημα -τις της λ. βλ. και μάντις)].
Russian (Dvoretsky)
μάρπτις: ιος ὁ похититель, хищник Aesch.