λωτίζομαι
From LSJ
English (LSJ)
A cull the best, A.Supp.963; Ἄρης γὰρ οὐδὲν τῶν κακῶν λ. S.Fr.724 (prob. cj.):—Act. in Hsch., λωτίζειν· ἀπανθίζεσθαι, ἀπολλύειν.—Cf. ἀπολωτίζω.
Greek (Liddell-Scott)
λωτίζομαι: μέσ., ὡς τὸ καρπίζομαι, ἐκλέγω δι’ ἐμαυτόν, ἀποδρέπω τὸ ἄριστον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 963˙ Ἄρης γὰρ οὐδὲν τῶν κακῶν λ. Σοφ. Ἀποσπ. 649˙ πρβλ. λώτισμα. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίζειν˙ ἀπανθίζεσθαι. ἀπολύειν».
Greek Monolingual
λωτίζομαι (Α) λωτός
1. κόβω λωτούς, άνθη λωτών
2. μτφ. εκλέγω το άριστο για ευχαρίστησή μου
3. (το ενεργ.) (κατά τον Ησύχ.) «λωτίζειν
ἀπανθίζεσθαι, ἀπολύειν».
Russian (Dvoretsky)
λωτίζομαι: срывать (себе) цветы, перен. отбирать для себя лучшее: Ἄρης οὐδὲν τῶν κακῶν λωτίζεται Soph. погов. Арей не выбирает себе (жертвы) из худшего; τὰ θυμηδέστατα πάρεστι, λωτίσασθε Aesch. вот лучшее, выбирайте.