μαστιγώσιμος

From LSJ
Revision as of 23:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστῑγώσῐμος Medium diacritics: μαστιγώσιμος Low diacritics: μαστιγώσιμος Capitals: ΜΑΣΤΙΓΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: mastigṓsimos Transliteration B: mastigōsimos Transliteration C: mastigosimos Beta Code: mastigw/simos

English (LSJ)

ον,

   A that deserves whipping, Luc.Herod.8.

Greek (Liddell-Scott)

μαστῑγώσῐμος: -ον, ἄξιος μαστιγώσεως, Λουκ. Ἡρόδ. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mérite le fouet.
Étymologie: μαστιγόω.

Greek Monolingual

μαστιγώσιμος, -ον (Α) μαστιγώνω
αυτός που αξίζει να μαστιγωθεί.

Greek Monotonic

μαστῑγώσῐμος: -ον, αυτός που αξίζει μαστίγωμα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μαστῑγώσῐμος: заслуживающий ударов бича Luc.