Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
μάκων: μᾱκώνιον, μᾱκωνίς, ἴδε μηκ-.
μάκων, -ωνος, ὁ (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μήκων.
μάκων: [ᾱ], Δωρ. αντί μήκων.
μάκων: (ᾱ) ἡ дор. = μήκων.