μαλοπάρῃος
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
German (Pape)
[Seite 91] dor. = μηλοπάρῃος, äpfelwangig, rothe Wangen wie ein Apfel habend, Theocr. 26, 1.
Greek (Liddell-Scott)
μᾱλοπάρῃος: -ον, Δωρ. ἀντὶ μηλοπάρῃος, Θεόκρ. 26. 1.
Greek Monotonic
μᾱλοπάρῃος: -ον, Δωρ. αντί μηλοπάρῃος.
Russian (Dvoretsky)
μᾱλοπάρῃος: (πᾰ) дор. = *μηλοπάρειος.